8/10/10

Δε θα θίξουμε, απλά θα βήξουμε. Ξενοφορείο η Ελλάς




Σπέρες στα αλάνια που ξεφυλλίζουν βραχόκηπο!

Μισή ώρα πριν την κάνει η μέρα, και εκεί που τα φάνια της στήλης το είχανε ρίξει στην απέλπα "μπα δεν τον βλέπω σήμερα να λιανίζει τον Τζούμπα", νάμαι ακμαίος και ετεροθαλής μέχρι παρανυχίδα!

Σήμερα τσούλησα που λέτε με το μπούσι της γραμμής, που να την πλερώνεις την βενζίνα του κερατά επίχρυση και το λάδι ασημένιο, Αχτή Τζελέπη για κάτ δλειές. Κάθομαι στη μέση του όχημα, το κάνω εξαπανέκαθεν για να κόβω όλο το γήπεδο, και τηράω κίνηση πληθυσμού στην ανεβοκατέβα.

Μεγάλο θέατρο το ελαιοφορείο! Δίπλα μου στέκεται ένας δικός μας Κακομοίρογλου, να τόνε κλαίνε οι κουτσομούρες! Μια μπόχα, σκέτος ασβός ο πούστης, θάχε να πλυθεί από τότε που τον έφτυσε ο νονός του να μην αβασκαθεί!

Δεξιά μου δίπλα στο παράθυρο στέκεται ένα νεαρό αντρόγυνο και μπροστά τους μια σαραντεπεντάρα μαμάρα, να σηκώνεται και ο διασωληνωμένος και να οπλίζει ψαροντούφεκο! Έτσι που λες μαμά, η κόρη, ναι έτσι μαμά, ο σύζυγός της, και να της ρίχνει πλαγίως και υπογείως της μαμάς κάτι τροφοδοτικές στα καπούλια, να ξεφτίζουν οι κωλότσεπες ρε σεις! Πεθεραστής από τους καλούς ο τζες!

Απέναντι καθότανε στη πλάγια εξέδρα μια αδυνατούλα, ίσαμε ένα γκαράζ για φιατάκι πεντακοσάρι, βαμένο πεθαμενέ μαλλί, ελίτσα με μουσάκι πάνω της στο πάνω χείλος, το υπόλοιπο μούσι κόντρα ξούρα, μινάρα μάρκα "μα πως χώρεσε όλη μέσα;", στυλάκι ανοιχτομπούτα.

Όρθιο απέναντί της κρεμότανε από την χειρολαβή ένα ντελικάτο αντράκι που κουνιώτανε πέρα δώθε γιατί κούναγε, αλλά και γιατί τον είχε καταπιεί κανονικά τον Εγκέλαδο που λένε.

Πίσω μου στεκότανε ένα ξενάκι, πακιστανάκι κραύγαζε, με το κατάστημα "αχρείαστα είναι, αλλά πάρε" στα χέρια. Εντύπωση έκανε η καράφλα του μικρού κάτω από την τραγιάσκα, θάτανε δεν θάτανε είκοσι.

Ξαφνικά πατάει ο τιμονιέρης ένα φρένο, κάνει από πίσω ένα γκαπ, κάνει από μπροστά ένα γκαπ, πέφτουμε πάνω σε ένα, μας την πέφτει ένα άλλο από πίσω, χαμός! Μούρθε ντουβρουτζάς! Κλάνω πετούγιες, ο ένας πάνω στον άλλο οι επιβάτες, ευτυχώς χωρίς τραυματίες.

Ε ο κόσμος έβρισε, έκανε το σταυρό του, έσιαξε τα ρούχα του, μάζεψε ότι είχε πέσει κάτω, και το πακιστανάκι είχε στρωθεί στο πάτωμα, να μαζέψει την πραμάτεια πούχε πάει σαν υδράργυρος παντού. Τούχε φύγει η τραγιάσκα και το κεφάλι του έλαμπε σαν ήλιος. Ο Κακομοίρογλου, ο τυροβρωμίκουλας, το βρήκε αβγοκαθαριστικό και άρχισε να τσακίζει βινίλιο: "Που κουρεύεσαι ρε Κότζακ, να πάω να γυαλίσω τα παπούτσια μου;"

Ε αυτό ήτανε! Αρχίζει το χάχανο, μετά χοντραίνει "δεν τολμάς να βγεις από το σπίτι σου", "έχουμε ανεργία, να πάνε στην πατρίδα τους", χοντραίνει περισσότερο "τι κοιτάς ρε μαλάκα πακιστανέ;" και "να τσακιστείτε να πάτε αλλού, δεν σας θέλουμε"....

Σοβαρά! Και η νεαρή γυναίκα "τους νοικιάζεις το σπίτι σου για ένα αντρόγυνο, και βάζουν 20 άλλους μέσα", και ο σύζυγος να συμφωνεί "και όταν φύγουν σου το αφήνουν αχούρι", και η καπουλάτη λεβεντομάνα-αργομοντέλλα με ύφος πόνου "και οι βιασμοί άλλο πράμα!"

Η ανοιχτομπούτα το εξέταζε πιο μπαλλάτα: "Και μεις κάναμε μετανάστες Γερμανία, αλλά δεν κλέψαμε, ούτε βιάσαμε, ούτε δολοφονήσαμε! Να πάτε σπίτια σας!"

Λοιπόν εκεί μέσα στη βαβούρα και στον χαλασμό, και πάνω στη φάση που κλώτσησε ο λιμοξίφτερος ο μπόχας κάτι γυαλιά του πακιστανού την στιγμή που πήγαινε αυτός να τα μαζέψει, ακούγεται μια στριγγιά του γυναικωτού, καμμιά δεκαπενταριά οκτάβες πάνω από την αντρική φωνή, να σου φεύγει με τη μία η πιτυρίδα!

"Σα δε ντρεπόσαστε λέω γω παλιορατσιστές! Τομάρια!"

Ωχ, σκέφτομαι, τον ήπιε ο μικρός, θα τον πάνε καροτσάκι οι ιθαγενείς. Και όντως έγινε της Νατάσας απ΄το Κίεβο! Του τήνε πέφτουνε σπικικώς, του τήνε πέφτουνε στο τέλος και χειρονακτικώς, γίνεται το άμα δεν έρθεις να δεις, χάνεις!

Εγώ, ακριδάτος, σιγά να μη καθήσω ξεβράκωτος πάνω στο φτερό! Λέω, Τζούμπα, και να μιλήσεις και να μη μιλήσεις τα ίδια εισητήρια θα κόψεις. Κάνε τουμπεκί, μη βρεις κάνα μαλάκα και έχεις άσχημες τραβηχτικές. Αλλά δεν, ρε σεις! Δεν! Τζούμπας μεγάλε, βαρύ όνομα για ράϊ!

Πιάνω τον λίγδη που έκανε τη σέντρα και του λέω "Συγνώμη φίλε, μια κουβέντα, δεν ανακατεύομαι, εγώ για τα χαλιά ήρθα." Μου ρίχνει μια χριστοπαναγία, μαράθηκε το μουστάκι μου από την βρώμα του χνώτου του! Σφίγγω βαλβίδα και ρωτάω πάλι κόσμια. Τρώω μια ρεπετισιριά, να κουνιέται η κεραία. Ρε συ λίγδη, αφού δεν καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω, να στο ζωγραφίσω ρε μάγκα, του λέω ήρεμα. Πετάγεται τότε ένας μάχιμος από πίσω: "Tι ανακατεύεσαι εσύ ρε γύφτο;".

Αμάν! Ένα τρίτο να βρίζει τον αλλοδαπάκο, ένα τρίτο τον τέτοιονα, και ένα τρίτο με αντιτζουμπακικό πρόβλημα! Ρε παιδιά, ψεκάζω ηρεμιστικό, μια ερώτηση έκανα στον άνθρωπο και αυτός απαντάει αλαίν ντελόν. Γιατί βρίζεις; Μπάρμπα, μου λέει, σε τρώει εσένανε ο κώλος σου και ανακατεύεσαι; Σωστόστ, του απαντάω, βάζω και κασέρι άμα γουστάρεις!

Τα υπόλοιπα μπορείτε να τα διαβάσετε στο αστυνομικό δελτίο της φυλλάδας της αρεσκείας σας. Μεγάλο χάλι ρε σεις! Ντάξει, νάσαι φτωχός το καταλαβαίνω, νάσαι μαλάκας δίνει πόντους, νάσαι σκατάς παρτάκιας, άντε νάσαι, νάσαι αγράμματος, ντάξει χρειάζεται κι΄ο στόκος, αλλά να τα βάζεις με ανθρώπους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, ε είναι και γαμώ τις ξεφτύλες ρε!

Τόχω δει πολλές φορές αυτό το έργο. Είναι μαγκιά του νεοέλληνα να τα χώνει στον ξένο που είναι κάτι χιλιόμετρα υπό του. Αλλά τον άλλο, τον δικό του, που είναι δίπλα του και πάνω του και του πίνει το αίμα με διπλό καλαμάκι από αορτή και αιμορροΐδα τον έχει και τον καμαρώνει! Ο πακιστανός μάρανε τον στόκο τον Έλληνα, τα καθήκια made in Greece που του έχουν βάλει βρωμόχερο και του τα μασάνε κανονικά τα αφήνει να αλωνίζουνε! Τα χώνουμε στους πούστηδες και αφήνουμε τους "πούστηδες" ρε! ΄Ασταδγιάλα ρε!

Πέρασα από το Μίμη να σκοτώσω κάνα μπυρόνι, όπου φτωχός και η μπύρα του που λένε, ψάχνω στο ψυγείο, τίποτα! Που είναι ρε συ Μίμη τα παραμύθια, τον ρωτάω.

Ζγκατάψυξ ρε, μου απαντάει, τις έβαλα να κρυώσουν.

Η ζωή είναι ωραία ρε σεις, αλλά τάχει η ρουφιάνα με άλλον......