26/8/12

Περί ανέμων και υδάτων και δεινόσαυρων



Τα λέγαμε χτες με τον Σάφετ, τον Βόσνιο παλιόφιλο και τον κανακάρη του, Χάρις, δευτεροετή τού Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων, γατόνι του κερατά.

Για το Ελλάντα και την κατάντια του, γιά την Εθπάνια και τα φλαμένκο αχ και βαχ της, γιά το Πουρδουγάλ μαζί με το φάδο τού πακέτου "στήριξής" του, γιά τις Βουλγαρορομάνιες και την καρακρισάρα τους, γιά την πράσινη λόγω φύσης και λόγω δουνουτοχολής Ιρλανδία, γιά την μπέλλα Ιτάλια που τα ρετάλια τήνε κάναν χάλια, γιά την χολέρα της εποχής μας γενικά, την χρεωκοπία των κοινωνιών που πουλήσανε την καταναλωτική τους ψυχή στον διάολο και μεταλλάξανε το παλιό κι΄αγαπημένο "σφάξε με αγά μου, ν΄αγιάσω", σε "πήδηξέ με σύστημά μου, αλλά μη μου τα παίρνεις όλα"...

Παρένθεση: Μυστήρια αυτή η βαλκάνια ράτσα, το σύνολο που προκύπτει από την πρόσθεση πατρίδας και γειτόνων! Όσο ξένοι και μακρινοί, άλλο τόσο οικείοι και στενοί συγγενείς σου όλοι -όλοι ανεξαιρέτως, το τονίζω αυτό- οι γείτονες λαοί, ίδιο άρωμα, ίδια φτυσιά! Τέλος της παρένθεσης.

Λαϊκό κίνημα λέει; Φοιτητικό κίνημα λέει; Μα να μη γινόμαστε γραφικοί, σας παρακαλώ! Πάνε αυτά! Αφού το ξέρει ακόμα και ένας -ντάξει, ξύπνιος- εικοσάρης, τι λέμε τώρα; Η τσούλα "συντριπτική πλειοψηφία" δεν το "κάνει" πλέον δια τα του προς το ζειν, αλλά γιατί της έγινε συνήθεια και μετά...έθιμο.

Το Ελλάντα ούτε πρωτοτυπεί, ούτε αποτελεί εξαίρεση φυσικά. Παντού τα ίδια σκατά, που λέει ο λαός, αλλά τα δικά μας σκατά στο πιό ψηλό σκαλοπάτι του...βόθρου (και όχι του βάθρου όπως συνηθίζουμε να λέμε γιά τα άλλα...ευγενή αθλήματα). Έχουν και οι άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες τα μαύρα τους τα χάλια, αλλά -ας μη γελιόμαστε- χάλια σαν και τα δικά μας, δεν υπάρχουν στον ντουνιά, που λέει και το σοφό δημοτικό τραγούδι.

Κίνημα; Τι κίνημα; Εργατικό; Φοιτητικό; Συνδικαλιστικό; Κοινωνικό; Σιγά τα παραγάδια της Φανής και το μυστρί του Φάνη! Μόνο με σεισμό (από οχτώ Ρίχτερ και πάνω) δημιουργείται κίνημα την σήμερον ημέραν φίλτατοι αναγνώστες και αναγνωστοπούλες μου. Και ότι υπάρχει, σαν ολίγη από κίνημα σερβίρεται, κάτι σαν γύρος πίτα άνευ γύρου δηλαδή. Τα "ιδεώδη" καταπλακώθηκαν από μερικές πιστωτικές κάρτες και ότι απέμεινε κατέρρευσε μπροστά σε κάποια βιτρίνα. Nα ζήσουμε, να τα θυμόμαστε.

Μετά την...φαεινή ιδέα του φλούδα Γκορμπατσώφ (που ξεκίνησε σαν Γκορμπατσόν, αλλά στο τέλος έκλεισε όλα τα φώτα, εξού και Γκορμπατσώφ) "να τα δώσει" όλα τζάμπα και αμαχητί στο αντίπαλο δέος, που αφού έχασε μιά δεκαετία, μέχρι να καταλάβει, ότι κρατάει μόνο του και καρπούζι και μαχαίρι στον ψεύτικο αυτόν ντουνιά και να μας την πέσει οριζοντίως και καθέτως "διά τα περαιτέρω", το γνωστό "όλοι στα τέσσερα κουφάλες" που ζούμε εδώ και κοντά τρία χρόνια δηλαδή, αλλά με την φόρα που έχει πάρει αυτή η ρουφιάνα πρόταση, χάσαμε τι έγινε μετά την...φαεινή ιδέα τελικά.

Ε τι έγινε μετά ρε παιδιά; Μας πετάξανε κάτι μπαλλάρες σανό και εμείς -γαϊδούρια του κερατά- ξεσκιστήκαμε στο μάσημα: Να σαλονοτραπεζαρία εισαγωγής, να ταξιδάκι στο Βερολίνο, να δούμε πως σηκώνει ο Μητσάρας ο Διαμαντίδης (αχ τι χρόνια!) την κούπα, να ένα χλιδάτο 4Χ4 να βγάζει το...βουνό Σύνταγμα-Μαρούσι, να κάτι σκι στον Παρνασσό (γιατί πως να την αντέξεις την κωλοζωή χωρίς κατάβαση και σπασμένο ποδάρι;), να κάτι ακίνητα, κινητά, αυθαίρετα, χρηματιστήρια, φροντιστήρια και όλα τα άλλα γνωστά και μη εξαιρετέα συστατικά της ντόλτσε βίτα ενός λαού που δεν κατασκευάζει τίποτα, αλλά καταναλώνει τα πάντα.

Και νάτανε μόνο αυτό!

Γιατί δεν έφτανε η υποστολή της αξιοπρέπειας μιάς ολόκληρης κοινωνίας μπροστά στην αναγκαιότητα μιάς φραπεδιάς στο Φλωκαφέ, δεν έφτανε η συνεργία και η συνενοχή με το μαφιόζικο πολιτικό σύστημα σε όποια απίθανη απάτη μπορεί να φανταστεί ο νους ενός ανθρώπου, δεν αρκούσε η καθολική περιφρόνηση κάθε νόμου και κανονισμού στο όνομα του προσωπικού συμφέροντος, του δεν βαριέσαι και του δεν γαμιέται, δεν επαρκούσε το κυνικό πνίξιμο κάθε ενδοιασμού μέσα στον βούρκο του "έλα τώρα μωρέ και τι έγινε; ξεκόλλα!", στο τέλος έπρεπε να θυσιαστεί στον βωμό της Καλοπέρασης το πιό πολύτιμο αγαθό μιάς κοινωνίας: Η ανθρωπιά. Η αόρατη αλυσίδα που συνδέει τα μέλη μιάς κοινωνίας, η ασπίδα προστασίας του ενός από τους πολλούς, η επιθυμία και ετοιμότητα του ενός να συνεισφέρει γιά τους άλλους, η αλληλεγγύη!

Όχι, δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι πάνω από 80% αυτού του λαού είναι ρατσιστές, ή τουλάχιστον ξενόφοβοι. Και νάτανε, ξέρω γω μόνο ο πολιτικός αντίπαλος, να λέγαμε "ντάξει, τι περιμένεις από τα σκατά". Αλλά....αλλά....αλλά ντρέπομαι ρε παιδιά να πω, από που σου έρχεται πολλές φορές η φυλετική μπόχα. Ναι ρε γαμώτο, ντρέπομαι! Καλά καταλάβατε, όσοι έχετε τις αντοχές, την ευαισθησία και τον τσαμπουκά να βλέπετε τι ακριβώς συμβαίνει σε τούτη την έρμη χώρα. Ναι, σου έρχεται και από "εκεί"!

Όχι φυσικά επίσημα, αυτό μας έλειπε τώρα, αλλά στα "μεταξύ μας", στα "έλα ρε συ βράχε, πως κάνεις έτσι; Εμείς κι΄εμείς είμαστε, δεν μας ακούει άλλος". Παράδειγμα; Όσα θέλετε! Τι, δεν έχετε και τόσο πολύ χρόνο; Ε τότε μόνο ένα.

Αύγουστος, Αθήνα, πλατεία γνωστή και γιά τα...αντιρατσιστικά της φρονήματα, φραπεδάκι και απογευματινό σουξουμούξου περί ανέμων και υδάτων. Περί ανέμων και υδάτων συζήτηση αυτή την εποχή δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο, από τον παροξυσμό πολιτισμού και ανθρωπισμού ονόματι Ξένιος Δίας, που εξέβρασε ο αρρωστημένος ελληνικός πολιτικός συγκυβερνητικός νους μεσοκαλόκαιρα στα βράχια της συνείδησής μας.

Παρεούλα πληντρόφιμων...όχι, επιφαγητών...όχι, διακολατσιών...ούτε. Πως τους λέμε ρε παιδιά τους ιδεολογικούς μας φίλους; Μου διαφεύγει η λέξη, ρε γαμώτο. Ξέρετε αυτή η λεξούλα που έχει να κάνει με μιά αριθμητική πράξη και με χλαπάκιασμα.

Μπράβο, σύντροφοι! Νάσαι καλά ρε συ σύντροφε αναγνώστη. Ξεχνάω ρε γαμώτο...

Τέτοια παρεούλα λοιπόν, "δικοί" και περίχωρο δηλαδή. Φτου τους, την κυβέρνηση που το εφεύρε και τους μπασκίνες που το έβαλαν μπροστά, σχολιάζει ένας σιχτιρισμένος. Η κυρία δίπλα του ανεβοκατέβασε με σουφρωμένα χείλη το κεφάλι της. Δεν της καλάρεσε. Κοίτα να δεις, του απαντάει με αυτό το γνωστό ύφος, που φοράει ο κάθε μαλάκας, όταν θέλει να πει, εγώ δεν είμαι φυσικά ρατσιστής, με ξέρεις τώρα, αλλά έγινε ανεξέλεγκτη η κατάσταση με τους -κατά τα άλλα φίλους και αδερφούς μας- αλλοδαπούς μετανάστες, κάτι έπρεπε να γίνει, γιατί δεν πήγαινε άλλο πλέον.

Ένας από την παρέα, πρώτη φορά μαζί μας, φίλος φίλου ενός φίλου, το βούτηξε πριν πέσει κάτω και το επέστρεψε με περισσή ευγένεια στην κάτοχό του: Ε όχι και να μας εκθειάζεις τους Ξένιους Δίες ρε συ συντρόφισσα! Αμάν ρε σεις!


Άρχισαν τα μα και μα, και τα κοίτα να δεις, και τα εμένα που με βλέπεις, και τα να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, όλα αυτά τα "ναι μεν, αλλά" που καταλήγουν τελικά στην γνωστή πεπατημένη: Είμαι φυσικά αγγελούδι με ολόλευκες φτερούγες και πρόσωπο -τι άλλο;- αγγελικό, αλλά άμα τα πάρω στο κρανίο και αρχίσουν να ξεφυτρώνουνε κερατάκια από το κούτελό μου και ουρίτσα από το κωλαράκι μου και πέσει ρυτίδα της αρκούδας στην κατακόκκινη μουσούδα μου και γίνω "τύφλα νάχει ο Εξαποδώ", τότε να δεις τι διάολος του κερατά είμαι κατά βάθος (κατά μήκος, πλάτος και ύψος, χώρια το τριπλούν και το επί κοντώ).

Ναι, σε καταλαβαίνω, δίκιο έχεις, και εγώ έτσι σκέφτομαι φυσικά, ήρθανε που ήρθανε οι άνθρωποι, ας μείνουν, ας δουλέψουν, ας στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, αλλά όχι και να μας βιάζουνε ρε!

Γιατί ρε συ Κατίνα; (Δεν την λέγανε Κατίνα, αλλά ήταν) Γιατί δηλαδή, Έλληνες δεν βιάζουν; κοντράρει ο τύπος, που δεν έλεγε να το βάλει κάτω.


Η απάντηση κεραυνός: Κοίτα να δεις, μάνα είμαι. Και αν ήταν να βιάσουνε την κόρη μου, καλύτερα να την βιάζανε Έλληνες! Μπάστα!


Πλατεία Εξαρχείων, απογευματάκι, τέλος Αυγούστου του 2012, Γη....




Ο Έλληνας μάλιστα δεν περιορίζεται όμως μόνο στην καταπίεση, καταδίωξη, απαξίωση των αλλοδαπών μειοψηφιών, αλλά επεκτείνει την asocial δράση του και στο "εσωτερικό μέτωπο". Μανούλα στις διακρίσεις, στην μπαγαποντιά, στην απάτη εγώ, εσύ, αυτός, αυτή. Που να αρχίσεις και που να τελειώσεις;

...Να φάμε εμείς οι ανοιχτομάτες από το επίδομα γιά τους τυφλούς
...Να πάρουμε την σύνταξη της γιαγιάς, που είναι πεθαμένη και δεν την έχει πλέον ανάγκη...
...Να φάμε ότι μπορούμε από ότι απευθύνεται σε δυσλεκτικούς
...Να πάρουμε εμείς οι ανάξιοι το πόστο που ανήκει στους άξιους
...Να τιμωρήσουμε εμείς οι γιατροί τους αρρώστους (φακελάκι)
...Να πάρουμε μαϊμού δίπλωμα, γιατί δεν είμαστε ηλίθιοι όπως αυτοί που το παίρνουν με το σπαθί τους
...Να χτίσουμε εκεί που απαγορεύεται...
...Να καταπατήσουμε ότι καταπατείται...
...Να ρίξουμε αυτόν που πάει με το ευαγγέλιο...
...Να ρίξουμε τον διπλανό, τον ξένο, τον γνωστό, την εταιρεία, την εφορία, το κράτος...
...Να ρημάξουμε το χωριό, την πόλη, την παραλία, την φύση γενικά, γιατί ή "έλα μωρέ και τι έγινε;", ή "στα αρχίδια μου, μήπως δικά μου είναι;"
...Να τα πάρουμε εμείς οι εφοριακοί από τους...πλούσιους τους φορολογούμενους...
...Να γδύσουμε εμείς οι τελώνες τις κουφάλες τους εισαγωγείς...
...Να....
...Να....
...Να....

Μιά λίστα ντροπής με αμέτρητα Να!

Μία εκτροχιασμένη κοινωνία που τα πήρε όλα φαλλάγγι, φάε εδώ, μάσα εκεί, τσίμπα παραπέρα, καταβρόχθησε και μη ερεύνα, μέχρι που τελικά κατάφερε μέσα σε τούτον τον παροξυσμό φαγοποτιού να φάει το τελευταίο τρόφιμο που είχε απομείνει στο σουπερμάρκετ "Η Νιρβάνα": Τις ίδιες της τις σάρκες!

Και νόμιζα ότι σ΄εμάς, στην Βοσνία, οφείλει να στείλει η ανθρωπότητα όλο το κατράμι και όλα τα πούπουλα αυτής της γης, σχολίασε ο φίλος μου, ο Σάφετ. Σ΄εμάς, συνέχισε, πας με συντριπτικό κάταγμα στο νοσοκομείο και δεν σου δίνουν ούτε ασπιρίνη, αν δεν πληρώσεις πρώτα τον λογαριασμό. Τι; Ξεχάσατε το πορτοφόλι σας στο σπίτι σας; Ε, πάτε και το παίρνετε και μετά σας κάνουμε όσες εγχειρήσεις γουστάρετε. Εμείς εδώ, δεν φεύγουμε! Δράμα φίλε μου σ΄εμάς στην Βοσνία, αλλά το χάλι το δικό σας δεν παίζεται!

Ο μικρός, ο Χάρις, άκουγε όλη την ώρα και δεν μίλαγε. Γιά μένα θάτανε παράδεισος η χώρα σας, είπε ξαφνικά με μιά παράξενη λάμψη στα μάτια και πριν προλάβω να γελάσω, σηκώθηκε και βγήκε από το σαλόνι. Κοίταξα με απορία τον πατέρα του. Τα πήρε κανονικά στο κρανίο, εξήγησε αυτός με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο. Από το δωμάτιο του "μικρού" ακούστηκαν οι ήχοι μιάς κιθάρας. Imagine, του Lennon. Βιρτουόζος στα είκοσί του ήδη ο νεαρός!

Κατάλαβες γιατί θα ήταν γιά μένα παράδεισος η Ελλάδα, με ρώτησε όταν γύρισε μετά λίγα λεπτά. Δεν απάντησα, γιατί ντράπηκα να πω, ότι δεν κατάλαβα. Μείναμε λίγα λεπτά αμίλητοι, τι μπορούσαμε να πούμε ακόμα; Παντού τα ίδια είναι φίλε Γιώργο, γυρίζει και μου λέει κάποτε ο πιτσιρικάς. Να δεις τι γίνεται σε μας, στη σχολή. Γενικά στο πανεπιστήμιο. Δεν κουνιέται φύλλο! Όπως και στην κοινωνία. Μας έχουν μάθει ότι υπάρχουν και χειρότερα από το να περνάς καλά, και εμείς το έχουμε εκτιμήσει δεόντως. Σ΄εσάς ισχύει μία παραλλαγή του: Υπάρχουν και χειρότερα από το να περνάς δράμα.

Γάτα είπαμε ο μικρός. Έτσι είναι: Η σύγκριση δεν ανάβει πιά φωτιές όπως παλιά, η σύγκριση τις σβήνει. Τι έχουμε στο πορτοφόλι; Μείον δέκα; Δόξα σοι ο Θεός, θα μπορούσε να είναι και μείον δεκαπέντε. Και πως λειτουργεί αυτό; Λειτουργεί απίστευτα απλά: Ο κόσμος που γνώρισες, η ζωή που έκανες τα τελευταία είκοσι χρόνια, αυτά είναι ο Παράδεισος αγαπητέ πολίτη της χώρας, σου λένε πολιτικοί και μήντια. Όσα είχες, όσα μάσησες, ότι συνήθισες, όλα αυτά που σε ώθησαν να απλώσεις τις αρίδες σου (υλικές και πνευματικές) στην πολυθρονάρα σου και να αναμασάς την βεβαιότητα ότι ο μήνας, ο κάθε μήνας έχει εννιά, όλα αυτά τα όμορφα που είχες κι΄έχασες, εξακολουθούν να σου ανήκουν (το λιγότερο θεωρητικά), εξακολουθούν να υφίστανται, εξακολουθούν να σε περιμένουν σε ένα μελλοντικό ραντεβού, όσο εσύ τα κρατάς με την φαντασία σου και την στάση σου εν ζωή. Εθελοντική ομηρία!


Πήγε μία! Καιρός να πηγαίνω. Σηκώθηκα, χεραίτησα, αλλά τελικά δεν κρατήθηκα. Και γιατί θα ήταν παράδεισος γιά σένα η Ελλάδα ρε συ Χάρις (ανδρικό το όνομα στη Βοσνία), ρωτάω τον μικρό που μου είχε ανοίξει την πόρτα. Γέλασε. Το ήξερα, ότι δεν είχες καταλάβει, μου είπε. Οι δεινόσαυροι δεν έφυγαν από μόνοι τους, με δική τους πρωτοβουλία, αλλά εξαφανίστηκαν όταν έπεσε ο μετεωρίτης στην γη, συνέχισε. Ε, θα ήθελα να είμαι εκεί, που θα γίνει κάτι ανάλογο. Να είμαι εκεί όταν θα πέσει η μεγάλη πείνα, που θα εξαφανίσει όλα όσα υπήρχαν, που θα δώσει το σύνθημα γιά μιά νέα αρχή. Να δω και να ζήσω την συντριβή του συστήματος και την δημιουργία ενός νέου, πιό δίκαιου και ανθρώπινου. Κατάλαβες;


Δεν χρειάστηκε να ψάξω πολύ για το κατάλληλο σιντί στο αυτοκίνητο.


"...Άκουσα τα λόγια της βροχής
ήσυχα βαριά προσεχτικά
πάνω στους τσίγκους

Στον καταυλισμό που αντηχεί
μελαγχολικά υπνωτικά
φέρνουν ιλίγγους

Χαίρε φτώχεια και φτώχεια της φωνής
και φτώχεια στις παράγκες χαίρετε!
εκ των πραγμάτων αφανείς παράγωγα της μηχανής
που έχει ανάγκη από τραγούδια με ανάγκες
χαίρετε!..."



Χαίρετε....