8/1/14

Πως μας πήρε σήμερα ένας Μπάμπης στις πλάτες του





Η νταλίκα πέρασε, κάνοντας τέτοιο σαματά, λες και απογειωνόταν ένα 737! Το Χριστός σας, εσάς και την νταλίκα σας, που πάτε χωρίς εξάτμιση πρωί πρωί, βλαστήμισε από τη στοά που κοιμότανε ο Μπάμπης. Άνευ ο Μπάμπης, 3Α: Άφραγκος, Άστεγος, Άρρωστος. Χαρτόνια,  σλίπινγκ μπαγκ και μιά σακούλα με ρουχαλάκια γιά μαξιλάρι όλο του το...νοικοκυριό. Ο Μπάμπης είχε καταφέρει να χάσει τα τρία τελευταία χρόνια, ότι δεν χάνει ο άνθρωπος ούτε σε μιά ολόκληρη ζωή: Την δουλειά του, τη γυναίκα του, το σπίτι του, το εξοχικό του, το αμάξι του, τις καταθέσεις του, τα παιδιά του, το κουράγιο του, τα όνειρά του, τους φίλους του, την αξιοπρέπειά του και στο τέλος την υγεία του.

Στο δρόμο ο Μπάμπης λοιπόν και όσο κέρμα έβρισκε το δρόμο προς το κονσερβοκούτι της συμπόνιας, μεταφραζόταν αμέσως σε κουτάκια ΦΙΞ, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Μέσα σε μισό χρόνο από 3Α, ένα σκαλοπάτι πιό κάτω ο Μπάμπης: 4Α, αλκοολικός. Κάθε φτωχός και η μπύρα του, που λέει η παροιμία, κάτι που μόνο αυτοί που έχουν κάνει τέτοιες...εμπυρίες μπορούν να καταλάβουν.

Αφού τον ξύπνησε η κωλονταλίκα, είπε να σηκωθεί. Σηκώθηκε, δίπλωσε το σλίπινγκ μπαγκ και το σκέπασε με τα χαρτόνια. Δεν είχε προλάβει ακόμα να τελειώσει, όταν φτάνει μιά μερσεντές τύπου "ουάου πράμα μάνα μου" και παρκάρει έξω από τη στοά. Δυό τυπάδες με άτσα κουστουμιά βγαίνουν από μέσα και τον πλησιάζουν. Μπασκίνες μάλλον, που έρχονται γιά το γαμωσταυρικό μέρος της υπόθεσης "να πας, να κοιμηθείς αλλού, μαλάκα, εδώ έχει απαγορευτικό και μόνο οι μισθωτοί επιτρέπεται να κοιμούνται. Όρθιοι", σκέφτεται ο Μπάμπης. Ποτέ δεν ήταν μιά σκέψη τόσο μακριά από την σκληρή πραγματικότητα, όσο αυτή η σκέψη του Μπάμπη!

Καλημεγασάς κυγιέ Χαγαλαμπέ, χεραίτησε σε άπταιστα ελληνικά με ακόμα πιό άπταιστη γαλλική προφορά ο ένας από τους δύο τύπους. Και χτην δικχή μου κχαλημέρα αχαπητέ Κχαράλαμφως, πρόσθεσε και ο δεύτερος με βαριά ανατολικογερμανική προφορά. Ο Μπάμπης αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο που αντιδρούσε τα τρία τελευταία χρόνια: Τάχασε.
Παιδιά, από κει πάει γιά Ακρόπολη, άλλα δεν μπορώ να κάνω για πάρτη σας, τους είπε περισσότερο γιά να τους ξεφορτωθεί, παρά για να τους εξυπηρετήσει. Οι ξένοι γελάσανε. Πάντα γελάνε οι ξένοι. Ιδιαίτερα όταν γίνεται αναφορά στη χώρα μας. Κύγιέ Χαγαλαμπέ, εμείς ξεγουμέ τα παντά, του λέει ο Γάλλος. Που παεί, που δενπαεί, πουπγεπειναπαεί, ολά. Εμείς αποφασιζουμέ, εμείς διατασσουμέ, εμείς γκραν αφεντικά, εσείς σκυβετέ το κεφαλί. Χανς, πειτέ του παγακαλώ, τι τον θελουμέ.

Ο Χανς άπλωσε το χέρι του και αγκάλιασε τρυφερά τους ώμους του Μπάμπη. Πφίλε Κχαράλαμφως, του λέει, σου φρήκαμε μιά θουλειά να κχάνεις. Ο Μπάμπης πήρε αμέσως τα πάνω του, όταν άκουσε την λέξη "δουλειά". Αμάν ρε φίλε, λέει γεμάτος χαρά στον Γερμανό, χρόνια έχω ν΄ακούσω τέτοια ευχάριστα νέα, Για λέγε, πότε αρχίζω; Αμέσως, χσήμερα, απαντάει ο Γερμανός. Ωραία, λέει ο Μπάμπης τρίβοντας τα χέρια του. Και πόσα θα καθαρίζω το μήνα παιδιά; Τιποτά, απαντάει ο Γάλλος. Ή μαλλόν, οσά κεγδιζές μεχγί σημεγά. Αμηχανία ο Μπάμπης. Και που θα μένω, ρωτάει. Όπου μένεις ντώρα, απαντάει ο Γερμανός. Στο δρόμο ρε σεις; αρχίζει το παράπονο ο δικός μας. Στον δρόμο, απαντάνε ταυτόχρονα οι ξένοι. Του Μπάμπη δεν του άρεσε η φάση, αλλά προκειμένου να μη χαθεί η δουλειά αποφάσισε να κάνει τον χαζό. Και τι θα κάνω ρε παιδιά, ρωτάει. Θα κχάνεις ότι χσου λέμε εμείς, απαντάει και γιά λογαριασμό του Γάλλου ο Γερμανός.

Ο Μπάμπης κατάλαβε. Το βράδυ της ίδιας ημέρας συνόδεψε ξυπόλητος τον Μπαρόζο στο Ζάππειο. Φυσικά δεν του έδωσε κανείς να φάει κάτι. Αλλά μπροστά στην δόξα σαν Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης τύφλα νάχουν οι πείνες, σκέφτηκε ο Μπάμπης...