Ετυμολογία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | παπούτσι | παπούτσια |
γενική | παπουτσιού | παπουτσιών |
αιτιατική | παπούτσι | παπούτσια |
κλητική | παπούτσι | παπούτσια |
[]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ˈpu.tsi/ ή πα.που.τσής
[] Ουσιαστικό
παπούτσι ουδέτερο
- προστατευτικό κάλυμμα για το πόδι· στο έδαφος ακουμπά η σκληρή σόλα και το τακούνι, ενώ το κάτω μέρος του ποδιού ντύνεται συνήθως ολόκληρο και μέχρι τον αστράγαλο με μαλακό δέρμα ή άλλο υλικό
- βλήμα ποδιού-κεφαλιού ή χεριού-κεφαλιού, με ή χωρίς πυρηνική γόμωση (βρώμικη κάλτσα)
- ψητό έδεσμα (ποδοσφαιρικά παπούτσια σχάρας)
[] Εκφράσεις
- (έχω γραμμένο κάτι ) στα παλιά μου τα παπούτσια: σε ένδειξη αδιαφορίας
- θα φας παπούτσι (θα σε διώξουν)
- θα φας παπούτσι στο κεφάλι (Μπους, μάστα και φύγε απ΄το Ιράκ)
- θα φας παπούτσι στην ΔΕΘ (Δεν σας θέλει ο λαός, ελικόπτερο και μπρός!)
[] Συνώνυμα
- υπόδημα
- ποδοβομβίδα
- ρουκέτα κάτω άκρων-καράφλας
- τσόκαρο (Μη πάει ο νους στην Διαμαντοπούλου παρακαλώ!)
[]
- παπουτσάκι
- παπουτσής
- παπουτσωμένος
- απαπα πουτσάκι!
[] Δείτε επίσης
[] παροιμία
- Πάρε παπούτσι από τον τόπο σου, κι ας είναι μπαλωμένο
- Φάε παπούτσι από τον τόπο σου, κι΄ας μην είναι μπαλωμένο
- Φάε ότι παπούτσι νάναι, κι΄ας μην είναι από τον τόπο σου
- Πάρε στην καράφλα παπούτσι, κι΄ας φύγεις από τον τόπο σου
- Πάρε τα παπούτσια σου και φύγε από τον τόπο μας μπαλωμένε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου