12/9/10

Παπούτσι: Από το Βραχολεξικό

ΠΑΠΟΥΤΣΙ

Nuvola apps bookcase.png Ετυμολογία

παπούτσι < τουρκική pabuç/papuç (υπόδημα) < περσική پاپوش (fa) (pāpuš) pa=πόδι + puş=κάλυμμα

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική παπούτσι παπούτσια
γενική παπουτσιού παπουτσιών
αιτιατική παπούτσι παπούτσια
κλητική παπούτσι παπούτσια

[] Nuvola apps bookcase.png




Nuvola apps edu languages.png Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ˈpu.tsi/ ή πα.που.τσής

[] Open book 01.svg Ουσιαστικό

παπούτσι ουδέτερο

  1. προστατευτικό κάλυμμα για το πόδι· στο έδαφος ακουμπά η σκληρή σόλα και το τακούνι, ενώ το κάτω μέρος του ποδιού ντύνεται συνήθως ολόκληρο και μέχρι τον αστράγαλο με μαλακό δέρμα ή άλλο υλικό
  2. βλήμα ποδιού-κεφαλιού ή χεριού-κεφαλιού, με ή χωρίς πυρηνική γόμωση (βρώμικη κάλτσα)
  3. ψητό έδεσμα (ποδοσφαιρικά παπούτσια σχάρας)

[] Εκφράσεις

[] Books-aj.svg aj ashton 01.svg Συνώνυμα

  • υπόδημα
  • ποδοβομβίδα
  • ρουκέτα κάτω άκρων-καράφλας
  • τσόκαρο (Μη πάει ο νους στην Διαμαντοπούλου παρακαλώ!)

[] Nuvola apps noatun.png Συγγενικές λέξεις

[] Blue Glass Arrow.svg Δείτε επίσης

[] παροιμία

  • Πάρε παπούτσι από τον τόπο σου, κι ας είναι μπαλωμένο
  • Φάε παπούτσι από τον τόπο σου, κι΄ας μην είναι μπαλωμένο
  • Φάε ότι παπούτσι νάναι, κι΄ας μην είναι από τον τόπο σου
  • Πάρε στην καράφλα παπούτσι, κι΄ας φύγεις από τον τόπο σου
  • Πάρε τα παπούτσια σου και φύγε από τον τόπο μας μπαλωμένε!

[] Nuvola filesystems www.png

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου