4/10/10

156 μέτρα πριν. Έπος. Άπαντο πρώτο και δεύτερο



Από τον κόσμο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Για να ξεφύγουμε λιγάκι από την ψυχοφθόρα πασόκα ο βραχόκηπος παρουσιάζει ένα από τα πιο άγνωστα διαμάντια του γραπτού λόγου: Το αριστούργημα του...βραχόκηπου "156 μέτρα πριν".

Η παρουσίαση του συγκλονιστικού έπους θα γίνει σε πέντε δόσεις. Απαγορεύεται η αναδίπλωση χωρίς την γραπτή έγκριση του ιδιοκτήτη.


156 ΜΕΤΡΑ ΠΡΙΝ


Άπαντο πρώτο


Η ιστορία του μεσόκοπου Θρασύβουλου-Παναγιώτη Κυρίτση-Παππά-de los Arapis Santos, που βρήκε εντελώς τυχαία, 863 μέτρα απο την παραλία Τολού, μέσα σε ένα σχεδόν άδειο αλλά φτηνό μπακάλικο την Σταχτοπούτα. Ναι, την Σταχτοπούτα, να περιμένει άδικα μπροστά από ένα παραμελημένο σκονισμένο ράφι. Μια τραβηγμένη απο τα μαλλιά αληθινή ιστορία πόνου και γκαντεμιάς που δεν θα πρέπει να λείπει από κανένα συμβολαιογραφείο και βάλε.

Η αφήγηση θα γίνει στο τρίτο πρόσωπο, να μην μας πάρουνε χαμπάρι.
Ο μεσόκοπος νεαρός (μεσόκοπος όχι γιατί σήκωσε κάνα τσουβάλι τσιμέντο και του κόπηκε η μέση, αλλά επειδή ήθελε η γκόμενα σώνει και καλά να του ξυρίσει την πλάτη, γιατί, λέει, ήταν πολύ τριχωτός, και τον έκοψε με το ζιλέτ στη μέση. Τού βαλε μετά και τσιρότο, ναι.) ήταν εκείνο το πρωί σε απόγνωση! Όπως όλα τα πρωινά εχτός αργία και γιορτή. Εμ με τέτοιο όνομα.... Μια πληγωμένη ιστορία ξενητειάς και ατυχίας ξεκινάει. Πάμε....

Επίσημη αρχή της ιστορίας. Κάθε ομοιότητα με ανθρώπους και ζώα είναι εκτός σχεδίου.

Η μάνα του, κυρία Κυρίτση, τον συνέλαβε κάποτε (στα όρθια) σε μια ντίσκο της Νέας Υόρκης, και μάλιστα μέσα στην τουαλέτα! Ναι μέσα, ας λέγανε μετά οι άλλοι ότι ήταν εξώ...γαμο!


Τον εσωτουαλετικό ανδρικό παράγοντα, έναν ξανθό ελληνοαμερικανό ρωσοπόντιο, βαρβάτων αλλά αγνώστων λοιπών στοιχείων, δεν τον ματαξαναείδε. Το μετατουαλετικό φουσκωτικό γεγονός ντροπής πρόλαβε πάντως και το κουκούλωσε, σε γκαστρωμενική κατάσταση δυο μηνών, με έναν άλλον κύριο, τον κύριο Παππά, παπά το επάγγελμα, ήτις την ενυμφεύθει εγρηγόρως λόγω καϊλας κτλ μετά από μερικές λειτουργίες γνωρημίας.


Άγιος άθρωπος, του Θεού άθρωπος ο παπάς Παππάς, άβγαλτος, την βλέπει ένα μήνα αργότερα να αρχίζει να φουσκώνει, βάζει κάτω τα μαθηματικά και αρχίζει: Έχουμε και λέμε, την τάδε μέρα "πρώτη φορά", βγάλε Σαρακοστή και Πάθη, ένα το κρατούμενο, συν "μια" μετά την Ανάσταση μας κάνουν δυο. Και πως γίνεται ρε παιδιά μέσα σε ένα μήνα τόσο φουσκωτικό πηλίκον;
Βουτάει λοιπόν την παπαδιά και την στριμώχνει. "Ρε γυναίκα; Ένα μήνα έχουμε που "πρωτομεταλάβαμε" και έχεις γίνει σαν αίρμπαγκ νταλίκας, ρε γυναίκα"! (που είχε δει αίρμπαγκ νταλίκας ο τύπος, ο Θεός και η ψυχή του!)
Ε, έπεσε πάνω του, άρχισε κάτι μαγδαληνιές και εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσσα κτλ, τον τουμπάρει τον ιερωμένο.
Εδω τουμπάρουνε κάτι λέρες του κερατά ρε, τον πρωτάρη τον παπά δεν θα τουμπάρουνε;

Την έβλεπε ο άγιος να ξερνάει "τύφλα νάχει η ευρωλίγκα", αλλά τόχαφτε. "Mα αφού στο είπα τόσες φορές! Δεν το σηκώνω βρε άντρα το αντίδωρο. Με πειράζει στο στομάχι!" του έλεγε και αυτός το πίστευε. Μα τόσο αθώος; Ήμαρτον!


Περνάνε κάτι μήνοι, χαιρότανε ο ιερέψ "δέκα Θείες Ευχαριστίες ακόμα και γενόμεθα μβαμβάδες", κι εκει που καθότανε μια ωραία πρωία και έτριβε με στάχτη την κολυμπήθρα να την γυαλίσει, την πιάνουνε την παπαδιά κάτι πόνοι, μα κάτι πόνοι...


Ούτε ντεπόν, ούτε ασπιρίνες, ούτε κι ένα βιαστικό ευχέλαιο και δέκα πατερμά μαζί με ένα δοξαπατρί κάνανε τίποτα! Να βλέπετε ρε σεις την κυρία Κυρίτση-Παππά να σκούζει λες και έχασε ο Πανθρακικός στο Καραϊσκάκη!


Κάνει κάποτε ένα μπαμ, ξεβουλώνει η έγγυος και τα κάνει όλα Λούτσα! Νερό να δουν τα μάτια σας! Λοιπόν, εκεί πάνω που σκεφτότανε να τηλεφωνήσει στον υδραυλικό ο Άγιος, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και μπουκάρει ο φίλος του ο Μπάμπης. Καλό παιδί ο Μπάμπης, δουλευταράς και μπρατσωμένος, front line υπάλληλος σε Γραφείο Κηδειών. Ξύπνιος ο Μπάμπης, μπαίνει αμέσως στο σπασονερικό νόημα: "Τι κοιτάς ρε τράγο; Τοκετάει ρε η γυναίκα! Μα ντιπ καταντίπ ιερωμένος ρε Παναγιώτη;"


Τα χάνει για λίγο ο παπάς, κάνει ένα πρόχειρο λογαριασμό, εφταμηνίτικο σκέφτεται, και μετά συμβιβάζεται με το ψέμα, τι να κάνει; Που νάξερε ο άνθρωπος....
Ε, κάνει κάτι γρήγορους σταυρούς και βουτάει το τηλέφωνο με ασυγκράτητες ασθενοφορικές σκέψεις. Δεν πρόλαβε ούτε να σηκώσει το ακουστικό όταν άκουσε την δυναμική αλλά ακαλαίσθητη φωνή του Μπάμπη.


"Κάθε πότε πονάς ρε παπαδιά;" της φωνάζει ο ψύχραιμος έως αναίσθητος φίλος του άντρα της.


Ε, περίπου κάθε ένα με ενάμιση δευτερόλεπτο, απαντάει η σφιγγόμενη ως προς το τεκνοποιόν μέρος παπαδιά.
Αυτό ήτανε! Την βουτάει ο Μπάμπης, την ζαλώνεται και την ξαπλώνει στο φερετρικό μέρος της νεκροφόρας που ήταν παρκαρισμένη έξω. Μπουκάρει και ο παπάς στο τσαφ, και τρέχουν γκαζωμένοι στη λεωφόρο με το πένθιμο εμβατήριο "Επέσατε θύματα, αδέλφια εσείς, σε άνιση πάλη κι αγώνα..." αντί σειρήνας. Α ξέχασα να σας πω ότι ο πατέρας του Μπάμπη είχε κάνει Μακρόνησο.
Φτάνουν με την βοήθεια του Θεού κάποτε στο νοσοκομείο, δεν θυμάμαι τώρα ποιό και την πάνε τσουλώντας άρον άρον στην γυναικολογική. Μόλις που προφτάσανε να κρεμάσουν το ένα ποδάρι της στην ποδολαβή της γυναικολογικής καρέκλας ρε! Εκεί που πηγαίνανε να βάλουνε και το άλλο, ακούγεται ένα μακρόσυρτο φσσστ και γλυστράει το τέκνον εκτός ορίων πρωτευούσης, που λένε! Ίσα που πρόλαβε να το πιάσει ο παπάς ανοίγωντας σαν βεντάλια το ράσο, αλλιώς θα βρόνταγε χάμω! Του ρίχνει μια στοργική ποιμενική ματιά σαν πατέρας ιερωμένος που ήταν, και εκεί που περίμενε να δει ένα εφταμηνίτικο καχεκτικό "ζωδεζώ", τι λέτε να είδε μάγκες μου; Ένα ξανθό σαν ίκτερο παιδοβούβαλο, τρία επί τρία, ίσαμε ένα τζόκευ του ιπποδρόμου, αλλά ξεβράκωτον! Μετά πέφτει νοσοκόμα σμήνος, ράβε-ξήλωνε, πλύνε, βάψε, τον αφαλοκόβουνε τον ελπιδοφόρο νέο μέλος του Έθνους, πέφτουνε και κάτι προκομένοι γιατροί πάνω στη μαμά για κάτι πρόχειρα μερεμέτια και μετά την επάνε την πρώην έγγυα στο διπλανό δωμάτιο γιατί έμπαινε μια άλλη που χτυπιώτανε να γίνει κι΄αυτή μητέρα.
Κάποτε καθαρίσανε και συσκευάσανε το μωρό και το πήγανε στη μάνα του προς σίτηση. Απο πίσω και ο Μπάμπης κολαούζος, να φτύνει συνεχώς φτου φτου φτου γιατί μάλλον του είχε κολλήσει ο στόμας του. Αμολάνε που λέτε το μωρό στη κυρία Κυρίτση-Παππά, αητός αυτή, βγάζει με μια αποφασιστική αλλά και αποτελεσματική κίνηση το δεξί βυζί έξω (ήταν ζερβοκουτάλα) και το κουσουμάρει στον μπεμπέ που τάχε πάρει από πείνα για πρώτη φορά στη ζωή του στο κρανίο και είχε αγριέψει.



Άπαντο δεύτερο


Σ΄αυτό εδώ ακριβώς το ιστορικό σημείο μπουκάρει ένας βλογιοκομμένος αλλά και τσαντισμένος Δόκτωρ και τους βάζει τις φωνές: Ρε χαμούρες, αυτός ο παπάς στο πάτωμα του μαιευτηρίου δικός σας είναι;

Βαριά κι΄ασήκωτη μαιευτική-γυναικολογική κουβέντα και θηρίο ο Μπάμπης!

"Αμέ, δικός μας ρε φλώρε! Γιατί, δεν έχει το δικαίωμα;" φώναξε ο ζωχαδιασμένος λάτρης του φτυαριού και της τσάπας στον άντρα που είχε προ πολλού ξεχάσει τον όρκο του Ιπποκράτη.

Ο συγκεκριμένος ιατρός δεν είναι όμως από τους επιστήμωνες που κωλώνουν: Άμα έχει λέει, απαντάει αδιάφορα, αφήστε τον στο πάτωμα να κάνει τον πεθαμένο παπά, κοτζάμ πεθαμένος άνθρωπος. Δεν πειράζει κανένα.

Η ζωή στις γυναικολογικές κλινικές είναι σκληρή και αδυσώπητη όπως η ζωή σε όλες τις άλλες κλινικές και παντού έξω απ΄αυτές....

Να μη πολυλογώ, δεν άντεξε ο ιερέψ την συγκίνηση της απότομης πατρότητας, ήταν και καταπονημένος από την δουλειά (την μέρα λιβάνισμα, τη νύχτα τρεχαντήρια) και έπεσε κάτω να αποβιώσει με την ησυχία του ο άνθρωπος, χωρίς να σκεφτεί καθόλου τις συνέπειες.

Η τραγωδία έχει πάντα και ένα οικονομικό σκέλος βλέπετε, ανάθεμα την τραγωδία και το σκέλος! Λίγο ακόμα να κρατιώτανε, θα τον βάφτιζε σε λίγο καιρό τζάμπα τον μικρό ο ίδιος, ενώ έτσι τα έφαγε τα λεφτά το παπαδαριό.

Κατ΄αυτόν τον τραγικό τρόπο ξεκίνησε την καριέρα του σ΄ αυτόν τον ψεύτικο και άτιμο ντουνιά ο ατυχής μπέμπης της μικρής μας ιστορίας. Ένα βαρύ, σαν κοντέϊνερ γεμάτο παλιοσίδερα αλλά τίγκα μέχρι πάνω, χτύπημα της μοίρας σε ένα μπάσταρδο, σ΄ ένα παπαδοπαίδι, σ΄ένα ορφανό και ταυτόχρονα αγνώστου πατρός παιδί! Όλα μαζί!

Η θηλάζουσα λεχώνα δεν πρόλαβε να αλλάξει στην νεογένητη αδυσώπητη ρουφίχτρα βυζί και έμεινε για δεύτερη φορά μπουκάλα, αυτήν την τελευταία μάλιστα και χήρα! Άγνωστες οι βουλές του Κυρίου, θα έλεγε ο άντρας της, αλλά δεν είπε ως συνηθίζουν οι μακαρίτες με σεβασμό στην παράδοση. Μεγάλη γκαντεμιά ο μικρός!

Και ήταν μόνο η αρχή.

Η κηδεία, τζάμπα ελέω Μπάμπη, ήταν απλή έως βιαστική, όπως αρμόζει σε ομογενή κληρικό χωρίς μεγάλο σόϊ. Θα έγραφε ο ιστορικός της εποχής: Πάει που λέτε ο Μπάμπης με τα κοράκια στο σπίτι της χήρας ίνα παραλάβει την κάσα με το φτώμα για να πάνε να τον διαβάσουνε (μα νάναι όλοι οι πεθαμένοι αδιάβαστοι!) και μετά να τον παραχώσουνε μέσα, ούτως ώστε να μην μπορεί μόνος του χωρίς ξένο δάκτυλον να ξαναβγεί, κι εκεί, ναι ακόμα κι΄εκεί ρε παιδιά, ξανάρχεται (ναι, γιατί στο ενδιάμεσο είχε φύγει) η μοίρα για να γράψει με συγκλονιστικό τρόπο ένα νέο τραγικό κεφάλαιο στη ζωή του ελπιδοφόρου άρτι αφαλοκομμένου ορφανού κληρικομοναχογιού.

Εκεί που υπογράφανε τα χαρτιά, σας εδώκαμε σωρόν παπά, ελάβαμε παπά σωρόν, καθώς εντελώς τυχαία και αθώα ακούμπησε η παλάμη του άξιου και φιλότιμου πεθαμενατζή την απαλήν χείρα της χήρας, τηνε πιάνει το παράπονο την κυρά, τον αγκαλιάζει ως φίλο, μη πάει ο νους σας στο πονηρό, γεμάτη πόνο για τον άδικο χαμό του ευσεβούς τέως κληρικού, και εκεί που έκλαιγε πάνω στον στιβαρό του ωμο, κάνει ξαφνικά μια έτσι, και του χώνει που λέτε η πονεμένη τη μισή της γλώσσα στ΄αυτί! Τον είχε βλέπετε από καιρό στο μάτι η νυν λεχώνα και τώρα ήθελε ως καθώς πρέπει ξελιγωμένη χήρα να τον βάλει και πουθενά αλλού.

Ο Μπάμπης κλυδωνίστηκε γερά, πάλεψε λυσσαλέα με το άγριο σεξουαλικό πεπρωμένο, στο τέλος όμως επικράτησε ο νεκρικός επαγγελματισμός του ρωμαλέου γραφείου κηδειού, υποστηριζόμενος απροκαλύπτως υπό του ήθους του Μπάμπη, το οποίον του σιγοψιθήριζε αδιακόπως "άσε ρε Μπάμπη, λεχώνα είναι, που να περιμένεις τόσο καιρό".

Τελικά δεν την έκανε την βρωμιά και εύγε του! Μακάρι να έχουμε όλοι μας τέτοια τύχη! Η σπαράζουσα του γυάλιζε φυσικά θεωρητικά, αλλά όπως γνωρίζουν οι γνώστες της πρακτικής, άμα το σκέφτεσαι μόνο, δεν τρως ποτέ. Φοβότανε κι΄όλας λιγουλάκι, έναν είχε και τον ξαπόστειλε η γρουσούζα, καλύτερα λοιπόν να φοράς τα ρούχα σου παρά νάσαι ξεβράκωτος, που λέγανε οι παλιοί συριανοί καπετάνιοι. Της έδωσε όμως μια υπόσχεση: Μη φοβάσαι χήρα, θα σε προσέχω.

Περνάνε τρεις μήνοι μετά την εμφύτευση του κληρικού, πιάνει, μόλις θυμήθηκε την υπόσχεση που έδωσε, ο νεκροκαταστηματάρχης ένα από τα τσιράκια του, το καλύτερο κοράκι του, έναν βραζιλιάνο εβραίο με αφρικανικές ρίζες, τον Josef de los Arapis Santos, κορμάρα λυγερή, μπρατσωμένος λόγω γκασμά και φτυαριού, λιγούρης λόγω επαγγέλματος, και του τα ρίχνει.

Σήφη, μια χάρη ρε, και σου ορκίζομαι ότι δεν θα ξαναπλύνεις ποτέ σερνικόνανε πεθαμένο. Το και το, χήρα έχουμε, πόνο έχουμε, μόνες μας είμαστε, παιδί ορφανό αναθρέφουμε, πέρνα ρε τσίφτη το βραδάκι από το σπίτι της να πεις μια καλησπέρα και οτι προκύψει. Φτιάχνει και νερατζάκι γλυκό του κουταλιού τρομερό ρε!

Τρέχει σπίτι του ο μελαμψός ομορφάντρας να κάνει διπλό ντουζ, που είχε πιάσει κόρα, πλένει μετά τιμής ένεκεν και τα δόντια, αλλά όλα, όχι μόνο τα μπροστινά, βαράει και για το εορταστικό της μέρας μισό λίτρο άρωμα τριανταφυλλιάς με την τρόμπα του ντι τι τι, και την κάνει κατά το βραδάκι για το σπίτι της μόνης και έρημης πρωταγωνίστριάς μας.

Ε φτάνει κάποτε στο σπίτι της και της βροντάει την πόρτα. Η χήρα ρίχνει μια ματιά από το ματάκι να δει ποιός είναι, να μη μας πηδήξουνε ντε μόνες γυναίκες, βλέπει τον αιθέριο παιδαρά μέσα σε ένα σύννεφο αίθέριων ελαίων και βαρβατίλας και του ανοίγει με λαχτάρα. Ήταν από ώρες έτοιμη για το ραντεβού με την μοίρα η χαροκαμμένη χήρα της ιστορίας μας. Το αδηφάγο μωρό είχε φαρμακώσει ενάμιση βυζί γάλα και έβγαζε γαλήνιο στην κούνια του τον σκασμό.

Μετά τα σχετικά, γειά σας, γειά σας, περάστε, καθήστε, ευχαριστώ, τίποτα, να σας φτιάξω καφέ, και δεν φτιάχνεις γαλιάντρα μου, του φτιάχνει, τονε πίνει μονορούφι ζωματιστόνανε το παιδί, να δείξει ανατροφή και μετά επικρατεί νεκρική σιωπή.

Όσα δεν λέγανε τα στόματα , τα λέγανε τα μάτια, αγαπητοί αναγνώστες!
Οι καρδιές ντάνγκα ντούνγκα, καυτές ανάσες, λάγνα βλέματα, μόνο μουσική βαμμένα κόκκινα μαλλιά δεν είχε....

Η χήρα περίμενε κανά δίλεπτο να αναλάβει το αντρικό γένος χουφτωτική δράση, αλλά βλέποντας τον φιλοξενούμενο να έχει πέσει μισός μέσα στο βάζο με το νερατζάκι και να του ξηγιέται κανονικά, θα μου πέσει όλος μέσα και θα μου πνιγεί, σκέφτεται, και αναλαμβάνει η ίδια δράση. Ρε Σήφη, του λέει με αθώο πουτανίστικο ύφος, καθόμαστε που καθόμαστε, δεν γδύνεσαι λέω γω να δω αν σούχουν κάνει ποτέ κοφτές βεντούζες, που με έφαγε η περιέργεια;

Η συνέχεια του δεύτερου μέρους, στο τρίτο μέρος....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου