29/12/11

Πούσι ναύτημ, ηδώ είμι Πάρημ: Όμορφη ιστορία γεμάτη καταχνιά

http://www.deutscher-wetterdienst.de/scripts/getimg.php?src=/sundl/lexikon/Meernebel.jpg
 j
Μερικές φορές αναρωτιέμαι, λες ρε συ βράχε να μην είναι πιά μπλογκ αυτό εδώ, αλλά γκαλερί, έτσι που ζωγραφίζεις; Τι να κάνω ρε παιδιά; Οι κρίσεις ταπεινοφροσύνης ακολουθούν παράλληλη πορεία με την εν γένει κρίση, σε λίγο θα μας πάνε - ή για τα χρέη μας, ή για τας φρένας μας - δεμένους. Ας μπούμε στο θέμα όμως.

Χειμώνας. Κάπου μεταξύ Ιονίου και Αιγαίου. Πυκνή ομίχλη. Δεν βλέπεις μήτε να ξύσεις το δεξί σου κωλομέρι. Ένα πλοίο αγνώστου εθνικότητος πλησιάζει ως συνήθως σιωπηλά μέσ΄ το ημίφως. Η αγωνία μεγαλώνει. Όσο πλησιάζει πιό κοντά το καλοτάξιδο πλεούμενο, τόσο ευκολότερα μπορεί να διαπιστώσει ο στεριανός παρατηρητής, ότι πρόκειται για φορτηγό, γκαζάδικο ή για ποστάλι.  Ακούμε μόνο τον χαρακτηριστικό ήχο των κυμάτων (χρρσαπάτς σαπάτς, χρρρρρρ, χρρσαπάτς σαπάτς, χρρρρρ), την λαχανιασμένη ανάσα κάποιου αόρατου ταξιδιώτη (αφφφού αφφφού αφφφού ουφφφφφ) και προπάντων το ντάκα ντούκα της καρδιάς μας, που πάει να σπάσει από αγωνία. Ώρα μηδέν! Παραδίνουμε με εμπιστοσύνη τις όποιες αντιστάσεις μας στον ιδιοκτήτη αυτού το μπλογκ και αφήνουμε να μας συνεπάρει η πλοκή και η διαβολική ένταση της ιστορίας του. 

Η κάμερα πλησιάζει τον άγνωστο λαχανιασμένο, που προσπαθεί να τα φέρει βόλτα με την απελπιστική ορατότητα που χαρακτηρίζει χρονιάρες μέρες το κατάστρωμα των πλοίων, που θαρρείς είναι χαμένα μέσα στην ομίχλη, αλλά δεν είναι. Για τεχνικούς λόγους που υποβοηθούν αποφασιστικά την εξέλιξη της ομιχλώδους αυτής πελαγίσιας ιστορίας θα τον ονομάσουμε υπουργό. 

Κοφτή ανάσα ο υπουργός, προφανώς τάχει παίξει από το γιγαντιαίο εμβαδόν της ομίχλης, σκουντουφλάει με προσοχή πάνω σε ένα σωρό καραβίσια αντικείμενα, που βρίσκονται τυχαία διασκορπισμένα πάνω στο ολισθηρό μετάλλινο κατάστρωμα της πλώρης. Ή της πρύμνης;

Ξαφνικά, εκεί που πάει να βλαστημίσει τα Θεία ή απλά "της μάνας σου" λόγω επειδής ένεκα διότι δεν βλέπει ούτε τη μύτη του, ακούει θόρυβον άγνωστον κάπου μπροστά του, προφανώς προερχόμενον εκ ναύτου του καραβίου τούτου, γιατί δεν είναι μαλάκες οι αξιωματικοί, να βγούνε με τέτοιον καιρό έξω. Με όλο μας το δίκιο και στηριζόμενοι στην πολυετή μας γραφική πείρα, θα ονομάσουμε τον δημιουργό και εκτελεστή του παραπάνω θορύβου, ναύτη. Προς ικανοποίησην του περιεργικού ενστίκτου των αγαπητών μας αναγνωστών μεταφέρουμε τον αυθεντικό διάλογο μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών του δράματος, και μάλιστα χωρίς καμμία ανάμειξη της φαντασίας μας, άρα ως πραγματικά έλαβε χώρα. 


ΥΠΟΥΡΓΟΣ: (Μετά τον χαρακτηριστικό ναυτικό θόρυβο που έκανε όπως είπαμε παραπάνω ο ναύτης, με δυνατή φωνή) Εεεε, Πούσιιιι;

ΝΑΥΤΗΣ: (Συγκαταβατικά) Πούσι!

ΥΠΟΥΡΓΟΣ: (Ολίγον τσατισμένος) Πούσι λέωωωωω!

ΝΑΥΤΗΣ: (Αδιάφορα) Πούσι, και εγώ! 

ΥΠΟΥΡΓΟΣ: (Αν βλέπετε τα φωτάκια, είναι τα λαμπάκια που του άναψαν από τα νεύρα) Πούσι ρε μαλάκα;

ΝΑΥΤΗΣ: (Τα παίρνει ο άνθρωπος της θάλασσας και εργάτης του πελάου) Μαλάκα, πούσι λέω κι΄εγώ μαλάκα, ε μαλάκα! Πούσι!

ΥΠΟΥΡΓΟΣ: (Ανάβει για τα καλά) Αμσγαμήσου ηγώ, θα δεις ξηκουλιάρ΄, πθαμ πεις ημένα μαλάκα! Πούσι ρε κι΄ιέχ΄ ουμίχλ΄κι δεν γλιέπου μήτι τη μύτημ, κι θα πέσου κι θα φάου τα μούτραμ!

ΝΑΥΤΗΣ: (Λιγάκι σαστισμένος) Ε έχει πούσι, πρόσεχε που πατάς...

ΥΠΟΥΡΓΟΣ: Ουμίχλ΄ιέχ! Ησύ πούσι; 

ΝΑΥΤΗΣ: Ου Μιχλ; Τι είναι αυτό; 

ΥΠΟΥΡΓΟΣ:  Ουμίχλ΄ ρε συ! Πως τ΄ λέτι ησείς; Κι πούσι ιπτέλους; μη γκάστρουσις!

ΝΑΥΤΗΣ: (Με διάθεση για πλακίτσα) Ου κλέψεις και ου ψευδομαρτυρήσεις ξέρω. Το ου μιχλ πρέπει νάναι η ενδέκατη εντολή...

ΥΠΟΥΡΓΟΣ: (Τα ξαναπαίρνει) Ου Πάαρ΄ς είμι ρε! Πούσι ρε, δεν σι βλέπου. Ιέλα πιό σιμά ναμ δώσ΄ κανά χέρ΄, πξέρς τα κατατόπια, να βγω πάνου μαλάκα!

ΝΑΥΤΗΣ: (Καταλαβαίνει επιτέλους) Ρε συ Κουκουλόπουλε, πες το ρε υπουργέ ότι είσαι εσύ, να έρθω να σε βγάλω αμέσως!


Τέλος της ομιχλώδους ιστορίας. 

 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου